- θρασυδειλία
- ἡ [θρασύδειλος]το να είναι κάποιος θρασύδειλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρασυδειλία — η θράσος και δειλία μαζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρασύδειλος — η, ο (ΑΜ θρασύδειλος, ον) θρασύς και δειλός συγχρόνως, δειλός που υποκρίνεται τον γενναίο αρχ. είδος πολύτιμου λίθου. επίρρ... θρασυδείλως με θρασυδειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + δειλός. Το επίρρ. θρασυδείλως μαρτυρείται από το 1891 στην… … Dictionary of Greek